Τα πάντα για το SPA και τα παρελκόμενα του…

Υδρομαντεία και μυστήρια στην Αμοργό

Υδρομαντεία και μυστήρια στην Αμοργό

Κάθε μεσημέρι ο κόσμος σταματά να υπάρχει εδώ, στη ράχη της βραχώδους προέκτασης που καταλήγει στον όρμο της Αιγιάλης. Αυτό το μικρό χωριό, τα Θολάρια, φαίνεται να είναι τόσο ψηλά στον ουρανό, αλλά δε θα έλεγα το ίδιο για το τοπίο μέσα στη νύχτα αυτού του τόπου, όταν τα νυχτερινά αστέρια είναι ο κόσμος που περιβάλλει τα σπίτια και τα καλντερίμια του, καθώς αυτά ταξιδεύουν πάνω στο πέτρινο καράβι τους, στο πέλαγος και στους ανέμους. Η σιωπή του μεσημεριού, που άλλοτε σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι η μόνη και μοναχικότερη ύπαρξη στο Σύμπαν και άλλοτε ότι είσαι ένα με την απεραντοσύνη του Σύμπαντος, μέσα σε μία μεθυστική αίσθηση αγαλλίασης, μετατρέπεται σε νυχτερινό πανδαιμόνιο, σε μια θάλασσα άγνωστων ιπτάμενων λαμπυρισμάτων, με το συνονθύλευμα ήχων μιας τρελής κυκλοφορίας και φοβερής κίνησης, με τον άνεμο να σε αγκαλιάζει και να σε σηκώνει ακόμη πιο κοντά σ’ όλα αυτά… Έχεις σαλπάρει και αρμενίζεις σε άλλες χώρες, άγνωστες σε σένα μέχρι τώρα. Τα αστέρια φαίνεται να μη μπορούν να διακρίνουν μορφές μέσα στο σκοτάδι, αφού συχνά συγκρούονται με τους τοίχους, τα δέντρα, αλλά και μεταξύ τους, ενώ άλλες φορές πέφτουν πάνω στους περαστικούς. Τόσο ανέμελα φεγγοβολούν τη σοφία τους στους χρονοταξιδιώτες… Και πράγματι, ο καθένας θα μπορούσε να γίνει ένας χρονοταξιδιώτης, αρκεί μόνο να κοιτάξει ψηλά στο νυχτερινό ουρανό.

Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα αυτό το νησί ήξερα ότι κάτι αόριστο θα αποκτούσε μορφή στη συνείδησή μου. Δεν άργησα να καταλάβω ότι αυτό που μαγνήτιζε εδώ και καιρό την ατμόσφαιρα γύρω από την ονειροπόλα πυξίδα μου ήταν η αόριστη έννοια της ελευθερίας. Εξάλλου, αυτός είναι και ο συνήθης λόγος για κάποιο ταξίδι: η βαθιά ανάγκη της απόδρασης. Δε μπορώ να πω ότι είχα κατά νου την αλλαγή διάστασης  αν και πάντα αιωρούνται τέτοιου είδους ιδέες πάνω από το κεφάλι μου. Ωστόσο, θα μου ήταν αρκετό να περάσω από εκεί, απλά και μόνο για να απολαύσω το χρώμα αυτού του τόπου. Αν υπάρχουν στ’ αλήθεια πλοία που ταξιδεύουν προς τις χώρες των ονείρων, τότε μπορώ να πω ότι ταξίδεψα μ’ ένα από αυτά  και ελπίζω από εδώ και στο εξής να είμαι αιώνια καλοδεχούμενη στην πλώρη του…

Η Γη είναι ανεξερεύνητη! Με αυτήν την αίσθηση φεύγω πάντοτε από αυτό το μικρό νησάκι στην άλλη άκρη του Αιγαίου. Η Αμοργός ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Παγκάλη, Ψυχία, Καρκησία, Πλαταγία και Υπερία. Σε ένα από τα λιμάνια του νησιού, τα Κατάπολα, βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα του Μίνωα, του κριτή των νεκρών και βασιλιά του Κάτω και έτσι η περιοχή στην αρχαιότητα ονομαζόταν Μινώα.

Στα σημερινά Θολάρια ήταν το παλαιό νεκροταφείο του χωριού, που υπήρχε στην απέναντι πλαγιά, την ονομαζόμενη Βίγλα (που σημαίνει «σκοπιά»). Το όνομα Θολάρια, επομένως, έχει σχέση με τους τάφους ή θόλους ή τους θολωτούς τάφους. Η ιστορία του χωριού της Βίγλας ξεκινά από τη θέση αυτού του λόφου. Είναι ένας πανοραμικός λόφος του Αιγαίου, ο οποίος βυθίστηκε στη γη λόγω κάποιου σεισμού και όταν αναδύθηκε ξανά από τα έγκατα της γης, δεν υπήρχε πάνω του κανένα απολύτως κτίσμα! Οι ντόπιοι λένε ότι υπάρχει μια σπηλιά εκεί, που λέγεται Λαβύρινθος, και ότι όποιος μπαίνει μέσα της χάνεται και δεν ξαναγυρνά. Κάτω από αυτόν το λόφο, στα αριστερά, βρίσκεται το λιμάνι της Αιγιάλης και μια απέραντη ακτή. Περίπου στο κέντρο αυτής της ακτής, κείτονται τα πέτρινα απομεινάρια ενός αρχαίου ρωμαϊκού ναού, ο οποίος χρονολογείται από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Αν περπατήσει κάποιος λίγο παραπέρα, θα βρει ένα θολωτό αρχαίο κτίσμα, απ’ όπου συνεχίζεται μέσα στη θάλασσα ένας ολόκληρος αρχαίος ρωμαϊκός οικισμός. Οι ντόπιοι ψαράδες, διασχίζοντας το νερό με τη βάρκα τους πάνω από αυτό το σημείο, πολλές φορές βλέπουν τα αρχαία κτίσματα στο βυθό, όταν η θάλασσα είναι γαλήνια και σχεδόν διάφανη.

Στην απέναντι όχθη λέγεται ότι υπάρχει μια υποβρύχια σπηλιά που φτάνει μέχρι την Πλακωτή, δηλαδή το λόφο ψηλά. Λίγο πιο πέρα, καβαλώντας την άλλη ράχη του βράχου, βρίσκεται η Λαγκάδα. Κοιτώντας το από απέναντι μοιάζει σαν το δίδυμο χωριό των Θολαρίων, χτισμένο κι αυτό σχεδόν στο ίδιο υψόμετρο. Οι παλαιότεροι κάτοικοί του θυμούνται ακόμη το πρόσωπο ενός κοριτσιού με το όνομα Πελαγία, ενώ αυτό το όνομα είναι γνωστό σε όλους τους ντόπιους, αφού ο θρύλος λέει ότι ο άνεμος ακόμη βαριανασαίνει ψελλίζοντας το όνομά της τις νύχτες. Δεν ήταν καμιά βασανισμένη νέα η Πελαγία! Ήταν ένα κορίτσι μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του νησιού και ο αρραβώνας της δεν άργησε να γίνει, καθώς ήταν και πάρα πολύ όμορφη. Ο αρραβωνιαστικός της, ο Μανόλης, σχεδίαζε να την πάρει μαζί του στην Αθήνα, αφού πρώτα τελείωνε το στρατιωτικό του και κατόπιν θα την παντρευόταν. Η Πελαγία τον περίμενε με υπομονή, ετοιμάζοντας τα προικιά της και, όταν αυτός επέστρεψε στο νησί, η Πελαγία ένιωθε πως ζούσε μέσα σε όνειρο. Όμως ο Μανόλης, δίχως να το περιμένει, ερωτεύτηκε μια άλλη κι έφυγε μαζί της από το νησί για πάντα! Η καημενούλα η Πελαγία, όσο κι αν προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν οι συγγενείς της, μαράζωνε, μέρα με τη μέρα. «Καταχάνευε» τους δρόμους τα βράδια, ασπροντυμένη, με τα μαλλιά της ανάκατα, παραμιλώντας σαν τρελή. Είχε χάσει το μυαλό της και όλοι είχαν αρχίσει να τη φοβούνται, γιατί όλο βρισιές και κατάρες ξεστόμιζε. Όταν τη βρήκαν σ’ ένα πηγάδι νεκρή, δεν ήξεραν αν έπεσε για να αποτελειώσει τη ζωή της ή αν σκόνταψε. Ένα ήταν σίγουρο: Ότι είχε πλέον ησυχάσει η ψυχή της. Το ακριβώς επόμενο νέο φεγγάρι, όταν ένας βοσκός περνούσε από το πηγάδι, άκουσε να βγαίνει από το βάθος του μια φωνή. Στην αρχή, νόμιζε ότι είχε πέσει κάποιος μέσα στο πηγάδι και ζητούσε βοήθεια, αλλά για κακή του τύχη, αντί να ακούσει κραυγές βοήθειας όταν κοντοστάθηκε, οι χειρότερες βρισιές και στριγκλιές ακούστηκαν να έρχονται από κάπου πολύ μακριά. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά του μια ασπροντυμένη λιγνή μορφή με μακριά μαλλιά που ανέμιζαν. Όσοο πλησίαζε, τόσο πιο εκκωφαντικές γίνονταν οι στριγκλιές και οι κολασμένοι ήχοι που έφερνε μαζί της. Η ψυχή της Πελαγίας  της «Αγίας του Πελάγους»  δεν είχε ησυχάσει. Τρόμαζε τους περαστικούς και κυρίως τις νέες, με τους εφιαλτικούς της ήχους και έτσι, ποτέ μα ποτέ, δε σβήστηκε από τη μνήμη των ανθρώπων…

Στα βόρεια του νησιού υπάρχει ένα προστατευμένο λιμάνι και ακριβώς πάνω απ’ αυτό ένα παλιό λατομείο, απ’ όπου είναι γνωστό ότι ακούγονται παράξενοι κρότοι και δονήσεις σαν από εκρήξεις, ενώ ακόμη πιο αξιοπερίεργο φαινόμενο είναι οι έντονες λάμψεις που συχνά εμφανίζονται εκεί. Το Μεταλλείο, όπως είναι γνωστό, απέχει περίπου τέσσερις ώρες από τον Ποταμό με τα πόδια. Το μονοπάτι είναι γνωστό σε πολύ λίγους. Αν και το Μεταλλείο έχει εγκαταλειφθεί από τη δεκαετία του ΄50, είναι γνωστό ότι υπάρχει ανεκμετάλλευτος βωξίτης στις στοές του, ένας ολόκληρος υπόγειος πλούτος. Ωστόσο, κάτι παράξενο ώθησε την εταιρία που το εκμεταλλευόταν στην πτώχευση και την απόσυρσή της από τα έργα. Αργότερα, είπαν ότι απλά δεν τηρούνταν τα μέτρα ασφαλείας, αλλά τα ατυχήματα των εργατών ήταν τόσο πολλά, που θα έλεγε κανείς ότι το μέρος είναι καταραμένο. Πολλοί άνθρωποι έχουν περιγράψει με δέος τη θέα αυτού του τοπίου, εκεί όπου ο βράχος απότομα κόβεται στα δύο κι αποκαλύπτει μπροστά μας το φυσικό λιμάνι που ξανοίγεται στην απέραντη θάλασσα. Κάτω χαμηλά στο βράχο, τα εγκαταλειμμένα κτήρια και οι σκουριασμένες ράγες που περνούν μέσα από τις στοές και φτάνουν μέχρι τη θάλασσα αποτελούν μια φοβερή αντίθεση βιομηχανικής αισθητικής βυθισμένης μέσα σ’ ένα τόσο απόμακρο και φυσικό τοπίο. Ο μισογκρεμισμένος μόλος με τα παρατημένα καρότσια δίνει την αίσθηση ότι αυτό το μέρος εγκαταλείφθηκε πολύ ξαφνικά και βιαστικά, και ίσως ο λόγος να ήταν το γκρέμισμα αυτού του μόλου.

Τα χαοτικά ανοίγματα της γης κάτω από τα πόδια σου αρχίζουν να γίνονται ιδιαίτερα τρομακτικά, όταν οι δονήσεις του εδάφους φτάσουν στα ακροδάκτυλα των ποδιών σου, σα μια ενεργοποίηση σοκ απ’ την Υποχθονία! Μια μικρή φωνούλα (μάλλον η δική σου) μονολογεί: «Η Γη έχει πολυυυύ βάθος!…». Αυτές οι κατά διαστήματα δονήσεις θα πρέπει να ήταν γνωστές σ’ αυτούς που χάθηκαν μέσα στα σπηλαιώδη ανοίγματα, προσπαθώντας να σκάψουν βαθύτερα. Από τότε η γη έχει θυμώσει και σείεται, προειδοποιώντας και φοβερίζοντας αυτούς που πλησιάζουν τα ανοίγματα αυτά. Λένε ότι κάποτε υπήρχε ένα κορίτσι που περιφερόταν στο Μεταλλείο και ζούσε παράξενη ζωή. Έλεγαν, μάλιστα, ότι την έβλεπαν κάθε μήνα να τριγυρίζει σ’ αυτόν τον τόπο, να σηκώνει τα φουστάνια της και να ποτίζει τη γη με το αίμα της εμμήνου της. Όποιος την ακολουθούσε στο Μεταλλείο έμπαινε μέσα στην πιο παλιά σπηλιά μαγεμένος και μετά απ’ αυτό το πέρασμα, έχανε τη λογική του και ό,τι και να συνέβαινε εκεί διαγραφόταν από την μνήμη του. Μόνο όταν επέστρεφε στην επιφάνεια της γης, μπορούσε να καταλάβει ότι κάτι σημαντικό του είχε συμβεί κι ότι δε θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος. Μερικοί έλεγαν ότι αυτό το κορίτσι δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ξωτικό που είχε έρθει από τον Κάτω Κόσμο. Άλλοι, πάλι, έλεγαν ότι ακόμη και σήμερα γίνονται τα ιερά μυστήρια της γονιμότητας, τα Φρυγικά Μυστήρια της Κυβέλης και ότι αυτό το κορίτσι είχε κάποια σχέση με όλα αυτά…

Γενικότερα, πιστευόταν ότι τα παιδιά που γεννιόνταν την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν καλικάντζαροι. Αυτά τα παιδιά έκαναν πολλές σκανταλιές και είχαν τη συνήθεια να περιπλανιούνται στα χωράφια και στα χωριά, να μπαίνουν σε ξένα σπίτια και να κλέβουν, αλλά ποτέ κανείς δεν τα έβλεπε, γιατί μπορούσαν να είναι αόρατα για το ανθρώπινο μάτι. Τα Αερικά, γενικότερα, έχουν την ιδιότητα να είναι αόρατα και το πιο φοβερό απ’ όλα τους είναι ο «Πάρωρας», αυτός που βγαίνει παγανιά «παράωρα», δηλαδή ώρες περασμένες και απαγορευτικές για τους απλούς χριστιανούς. Οι ντόπιοι λένε ότι στοιχειώνει τα σοκάκια μετά τα μεσάνυχτα και κάνει μεγάλο θόρυβο με τα ποδοβολητά του. Κανείς δε θέλει να τον συναντήσει.

Μιλώντας για τον Κάτω Κόσμο, οι ντόπιοι συχνά αναφέρονται στην Άβυσσο. Υπάρχει μια σπηλιά στη Χώρα, κάτω από το εκκλησάκι πίσω από τους Μύλους. Ο λόφος αυτός πολιορκείται από τους αέρηδες και, στο βάθος χαμηλά, τα απόκρημνα βράχια που καταλήγουν στη θάλασσα κάνουν το τοπίο να φαίνεται ιδιαίτερα άγριο. Ήταν γνωστό ότι σ’ αυτήν την άπατη τρύπα οι ντόπιοι ξεφορτώνονταν τα σκουπίδια τους από τον 11ο αιώνα (!) μέχρι σήμερα κι όμως, αυτή ποτέ δε γέμιζε! Κάποια φορά μια γριά έχασε την κατσίκα της μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά και θα την είχε υπολογίσει για νεκρή, αν αυτή δε βέλαζε επίμονα από τον «Κάτω Κόσμο». Έτσι, ήρθε κάποιος νέος και κατέβηκε στη σπηλιά. Είδε, τότε, ότι υπήρχε ένα πλάτωμα που προεξείχε στην καρακόρυφη και μαύρη τρύπα, όπου είχε πέσει και είχε μείνει η κατσίκα, που βέλαζε ασταμάτητα. Κρέμασε ένα σχοινί και κατέβηκε στο πλάτωμα, για να την ανεβάσει και διηγήθηκε αργότερα ότι από εκεί που στάθηκε, είδε την Άβυσσο. Μια τρύπα μαύρη και τόσο βαθιά, που ο αντίλαλος της φωνής του ηχούσε μέχρι την άλλη άκρη της Γης. Υπάρχουν πολλές τέτοιες άπατες τρύπες στο νησί, τις οποίες οι ντόπιοι ονομάζουν Βόθωνες και πιστεύεται ότι καταλήγουν στη θάλασσα. Στα Θολάρια, συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις.

Στη Χώρα είναι επίσης αξιοσημείωτο το κάστρο, που βρίσκεται πάνω σε έναν τεράστιο μονόλιθο στο κέντρο του χωριού!! Υπήρχαν πολλά ανοίγματα σ’ αυτόν το βράχο, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο επισκέπτης, αλλά έχουν φραχτεί με πέτρες και έχουν σφραγιστεί με μεγάλους άσπρους εξορκιστικούς σταυρούς, αλλά και μικρά εκκλησάκια (τα οποία είναι έξι σε ολόκληρη την περιφέρειά του, σχηματίζοντας τις ακτίνες ενός εξάγωνου). Στο ψηλότερο σημείο του τεράστιου μονόλιθου είναι χτισμένο ένα ακόμη εκκλησάκι, με μια αρκετά μικρή πορτούλα, στην οποία καταλήγουν τα πολλά και μικρά σκαλάκια που ανεβαίνουν ως εκεί. Είναι συνήθως κλειδωμένο, αλλά το κρυφό κλειδί τελεί υπό την κατοχή κάποιας κυρίας, η οποία προσφέρεται να ανοίξει την είσοδο σε όποιον το επιθυμεί και οι περιγραφές τη θέλουν «παράξενα γραφική»…

Η κλασσική έννοια της γητειάς υπάρχει ακόμη στην Αμοργό και είναι συνήθως ειδικά λόγια που θα «δέσουν» το ξόρκι. Άλλες ονομασίες για αυτές είναι: «γυαλού» (για αλλού) ή «χοχλάκοι» που σημαίνει «τρύπες με την τρύπα στη μέση». Τέτοιες υπάρχουν για τα αρπαχτικά πουλιά και τα μυρμήγκια! Για παράδειγμα, όταν κάποιος δει ένα αρπαχτικό πουλί να ψάχνει για θήραμα ή να χαμηλώνει, λέει ειδικές λέξεις, για να το «δέσει». Έτσι, μπορεί να του αφαιρέσει την ικανότητα να έχει σωστό στόχο, ώστε το πουλί μπορεί μεν να επιτεθεί, αλλά αντί να σηκώσει ένα ζώο, θα σηκώσει κάποιο ξύλο ή κάτι άλλο. «Δένουν» και τα μυρμήγκια, για να μην κλέβουν τα σιτάρια. Έτσι, αυτά καταλήγουν να κάνουν κύκλους γύρω από τα σιτάρια, χωρίς να μπορούν να τα πιάσουν!

Οι ιστορίες με τους αμέτρητους βοσκούς που αναζητούν τις αμέτρητες χαμένες κατσίκες τους μέσα σε αμέτρητες σπηλιές είναι παράδοξα συνηθισμένες σε όλη την Ελλάδα, αλλά αυτό που τις κάνει να φαίνονται, λίγο ως πολύ, ύποπτες είναι ακριβώς το γεγονός ότι είναι αμέτρητες και έχουν όλες, κατά βάση, μια κοινή ιδιομορφία. Μια ακόμη τέτοια σχετική ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από έναν όμορφο «βαλσαμότοπο», ο οποίος πήρε το όνομά του από τους βάτους και το βάλσαμο που φύτρωνε εκεί (μια ποώδη κατηγορία ορεινής μέντας, σύμφωνα με τους βοτανολόγους). Σε αυτόν τον όμορφο τόπο, ένας βοσκός έβοσκε τις κατσίκες του, όμως κάθε μέρα έχανε και από μια. Παρακολουθώντας προσεκτικά όλα του τα ζώα, είδε πως μερικά ξεμάκραιναν, ώσπου μια στιγμή ένα απ’ αυτά μπήκε σε μια μικρή σπηλιά. Ο βοσκός ακολούθησε την κατσίκα μέσα στη σπηλιά και είδε πως υπήρχε νερό εκεί. Συμπέρανε ότι προφανώς αυτός ήταν ο λόγος που τα ζώα του έμπαιναν στη σπηλιά. Προς μεγάλη του έκπληξη, όπως αργότερα διηγήθηκε, βρήκε εκεί μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Έτρεξε χαρούμενος να ανακοινώσει το ιερό του εύρημα στους συγχωριανούς κι έτσι όλοι μαζί αποφάσισαν να χτίσουν ένα παρεκκλήσι προς τιμή του Αγίου.

Στην ίδια θέση, κατά την αρχαιότητα, υπήρχε υδρομαντείο του θεού Απόλλωνα. Ήταν τόσο γνωστό, που άνθρωποι απ’ όλα τα σημεία της Ελλάδας και της Μ. Ασίας προσέτρεχαν σε αυτό το ιερό νερό, για να πάρουν χρησμούς και να συμβουλευτούν το μαντείο. Το υδρομαντείο λειτουργούσε υπό τη φροντίδα του ιεροφάντη με τους τελετουργικούς τύπους που επέβαλε η καθιερωμένη θρησκεία και κατά τις γιορτές των Απολλωνίων  προς τιμή του θεού της μαντικής, Απόλλωνα  χιλιάδες άνθρωποι κατέφθαναν, για να προσφέρουν τις σπονδές τους και να συμβουλευτούν το μαντείο.
Ο «Άη Γιώργης ο Βαλσαμίτης», που λένε ότι ονομάστηκε έτσι λόγω του χαρακτηριστικού φυτού που ευδοκιμούσε στην περιοχή, είναι γνωστός για το «αγίασμά» του (ή το «λάλων ύδωρ»), στο οποίο αποδίδονται προφητικές ιδιότητες, γι’ αυτό ονομάζεται επίσης «Πυθία του Αρχιπελάγους». Κάποτε στην περιοχή ζούσε ένας λεπρός, που πήγε εκεί για να πιει νερό. Έπλυνε το πρόσωπό του, για να δροσιστεί από την καλοκαιρινή ζέστη και αυτομάτως παρατήρησε ότι τα σημάδια της αρρώστιας του είχαν εξαφανιστεί από αυτό. Από τότε, το νερό του Άη Γιώργη του Βαλσαμίτη έγινε ξακουστό για τις θαυματουργές ιδιότητές του. Έτσι, είναι πιθανόν το όνομα Βαλσαμίτης να έχει προκύψει από το χαρακτηρισμό του ως «θεραπευτή», διότι βάλσαμο σημαίνει και γιατρικό.

Στην αρχή, το νερό αυτό θεωρούνταν ιαματικό, όμως αργότερα έγινε χριστιανικό υδρομαντείο! Όποιος πιστός ήθελε να συμβουλευτεί το αγίασμα, πήγαινε στην εκκλησία, έκανε το σταυρό του προσκυνώντας το εικόνισμα του Αγίου, άναβε κερί και παρακαλούσε τον Άη Γιώργη για τη βοήθειά του. Έπαιρνε νερό με ένα λευκό φλιτζάνι και ανάλογα με τα σημεία που θα παρουσιάζονταν στο αρχικά καθαρό νερό, αποφάσιζε αν θα προχωρούσε η υπόθεση που μελετούσε ή όχι. Στη συνέχεια ξαναπροσκυνούσε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου, έκανε το σταυρό του και έφευγε. (Η εικόνα του Αγίου Γεωργίου παριστάνει τον Άγιο ως καβαλάρη που σκοτώνει το φίδι ή το δράκο με ένα ξίφος. Στην Αμοργό υπάρχουν πολλοί θρύλοι που σχετίζουν τις σπηλιές με τους δράκους που συχνά τις κατοικούν). Ωστόσο, δεν υπήρχαν πολλοί που μπορούσαν να εξηγήσουν τα «σημάδια» του αγιάσματος. Συνήθως, αυτήν την ικανότητα είχαν κάποιοι γέροντες και ορισμένοι ιερείς. Τα σημάδια του νερού ήταν κόκκινες τρίχες (που εμφανίζονταν ανεξήγητα!) που σήμαιναν θάνατο, άσπρες τρίχες και περιστέρια που σήμαιναν κέρδος, μαύρες τρίχες κ.ά. Οι κάτοικοι του νησιού, μερικές εποχές, δεν ξεκινούσαν τίποτα, πριν συμβουλευτούν πρώτα το αγίασμα!…

Τελικά, το υδρομαντείο έπαψε να λειτουργεί κατά το τέλος της δεκαετίας του ’60, διότι πολλά προξενιά χαλούσαν στο νησί, εξαιτίας των χρησμών του! Και επειδή πολλοί προσέτρεχαν στην κρίση και τις συμβουλές του αγιάσματος για αστείες και ασήμαντες υποθέσεις, ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Θήρας Γαβριήλ αποφάσισε το φράξιμο της πηγής του αγιάσματος με σκυρόδεμα!…

Το πιο φημισμένο (αλλά και το πιο παράξενο) μοναστήρι στις Μικρές Κυκλάδες είναι αυτό της «Παναγίας της Χοζοβιώτισσας», του οποίου η θαυματουργή εικόνα βρέθηκε εκεί όπως λένε, με θαυμαστό τρόπο. Τον καιρό των Εικονομαχιών στο Βυζάντιο, μια γυναίκα από τα Χόζαβα της Μ. Ασίας, προσπαθώντας να σώσει από το μένος των διωκτών την εικόνα της Παναγίας, την έβαλε σε μια μικρή ψαρόβαρκα με μια αναμένη λάμπα και την άφησε στη θάλασσα. Η Παναγία, λένε ότι θέλησε η εικόνα Της να έρθει στην Αμοργό. Η βάρκα άραξε στο λεγόμενο Δαιμονότοπο, κοντά στην ακτή της Αγίας Άννας. (Πιστεύεται ότι τα απόκρημνα βράχια ονομάστηκαν έτσι, γιατί προκαλούν την αίσθηση ενός δαιμονισμένου τόπου.). Οι βοσκοί είδαν το φως της λάμπας που έκαιγε ως εκ θαύματος στην αραγμένη ψαρόβαρκα και φώναξαν τους ιερείς της Χώρας. Οι ιερείς πήραν την εικόνα της Θεομήτορος στην εκκλησία της Κυρά-Λεούσας στη Χώρα, αφού πρώτα έκαναν δέηση. Όμως, επειδή η εικόνα βρέθηκε στο Δαιμονότοπο, θέλησαν να κτίσουν ένα μοναστήρι εκεί. Έτσι και έκαναν, αλλά βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Την ημέρα έχτιζαν και τη νύχτα μια ανεξήγητη δύναμη γκρέμιζε τα χτισμένα. Τότε ο αρχιμάστορας ζήτησε από την Παναγία να του δείξει το μέρος που η Χάρη Της ήθελε να κτιστεί το μοναστήρι. Την άλλη μέρα το πρωί οι εργάτες κατάπληκτοι αντίκρισαν στο βράχο, εκεί που είναι το καμπαναριό σήμερα, καρφωμένο το καλέμι, το ζεμπίλι του πρωτομάστορα και τα εργαλεία του κρεμασμένα. Έτσι, το μοναστήρι χτίστηκε το 1088 σε εκείνον τον απόκρημνο βράχο, σε ύψος τριακοσίων μέτρων πάνω από τη θάλασσα και το καλέμι έμεινε καρφωμένο στο βράχο μέχρι το 1956, οπότε και έγινε η απαλλοτρίωση των κτημάτων του μοναστηριού. Μόνο τότε έπεσε στην αυλή του μοναστηριού και οι πιστοί θεώρησαν το γεγονός σημάδι αντίδρασης της Παναγίας στην απαλλοτρίωση. Μια άλλη παράδοση λέει ότι το μοναστήρι έχει συνολικά 101 κελιά, από τα οποία το ένα είναι μυστικό, και ότι μέσα σε αυτό βρίσκεται η βάρκα που έφερε την εικόνα στο νησί! Πολλά θαύματα λέγεται ότι έχει κάνει η Παναγία η Χοζοβιώτισσα και ένα από αυτά είναι τα νησάκια στα ανατολικά του νησιού, που υποτίθεται ότι είναι τα μαρμαρωμένα πλοία των πειρατών που κάποτε είχαν ξεκινήσει με σκοπό να έρθουν και να κλέψουν τους θησαυρούς του μοναστηριού…

Οι παλιοί Αμοργιανοί πίστευαν ότι στη Μαντουλιά υπάρχει μια σπηλιά, η Δροσοσπηλιά. Αυτή η σπηλιά έλεγαν πως ήταν στοιχειωμένη και ότι την κατοικούσε ένας Δράκος. Κανείς δε μπόρεσε να φτάσει ως το τέλος της, διότι όταν κάποιος το προσπαθούσε, του συνέβαιναν παράξενα και πολύ αλλόκοτα πράγματα. Ένα από αυτά τα αλλόκοτα πράγματα ήταν ο παράξενος τρόπος με τον οποίο έσβηναν τα κεριά που κουβαλούσαν μαζί τους, για να φωτίζουν τη στοά. Λένε ότι μια φορά ένας νέος και δυνατός άντρας επιχείρησε να μπει βαθιά στη σπηλιά, για ν’ ανακαλύψει το μυστήριό της. Εκεί που προχωρούσε βαστώντας το αναμμένο κερί του, μια πνοή του έσβησε τη φλόγα και όταν γύρω του υπήρχε απόλυτο σκοτάδι, ένιωσε δύο χέρια να τον χτυπούν στο πρόσωπο, αλλά ούτε να τα πιάσει μπορούσε ούτε να τα δει. Από τότε, υπήρξαν κι άλλοι πολλοί που είπαν την ίδια ιστορία, ώσπου άλλος άνθρωπος δεν τόλμησε να ξαναπατήσει εκεί πέρα…

Υπάρχουν αμέτρητοι διδακτικοί θρύλοι σε αυτόν τον τόπο, οι οποίοι έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση των ηθών των κατοίκων του νησιού. Χαρακτηριστικά παραδείγματά τους αποτελούν ο βράχος του Μυρίζοντα και το Γκρέμισμα της Γριάς. Κάποτε πειρατές και κουρσάροι έκαναν συχνές επιδρομές στο νησί, λεηλατούσαν τα χωριά, έκλεβαν περιουσίες και σκότωναν γυναικόπαιδα. Οι ντόπιοι έβρισκαν καταφύγιο στις σπηλιές, όταν έβλεπαν από ψηλά να προσεγγίζουν τις ακτές τα εχθρικά καράβια. Κάποτε ένας νεαρός βοσκός καθόταν και έπαιζε με τη φλογέρα του, βόσκοντας τα πρόβατά του ψηλά πάνω από την Αιγιάλη, στο χωριό Λαγκάδα. Κοιτώντας προς το πέλαγος είδε να καταφθάνουν οι κουρσάροι και τότε, για να ειδοποιήσει τους κατοίκους του χωριού, άρχισε να παίζει ένα συνθηματικό σκοπό, του οποίου οι στίχοι ήταν οι εξής:«ήρθαν οι Τούρκοι χωριανοί, τρέξτε να κρυφτείτε», ένα συνθηματικό τραγούδι που τραγουδούσαν συχνά μεταξύ τους οι ντόπιοι. Όλοι κατάλαβαν το σύνθημα και έτρεξαν στο καταφύγιο της Αγίας Τριάδας. Τότε ήρθαν και έπιασαν το βοσκό οι Τούρκοι (που κατάλαβαν ότι έπαιζε το συνθηματικό σκοπό) και όταν είδαν ότι δε μπορούσαν να τον κάνουν να μαρτυρήσει που είναι οι υπόλοιποι, τον βασάνισαν, τον πλάκωσαν μ’ ένα βράχο και τον σκότωσαν. Ο βράχος με τον οποίο τον πλάκωσαν από τότε ευωδίαζε και μέχρι πρόσφατα όποιος περνούσε από εκεί μαγευόταν από τη μυρωδιά του. Έτσι ονομάστηκε Μυρίζοντας.

Ένα αντίστοιχο δίδαγμα για τους χωρικούς αποτελεί το Γκρέμισμα της Γριάς, που εξιστορεί μια άλλη επιδρομή πειρατών, όταν κάποτε οι χωρικοί ανέβηκαν να κρυφτούν στο λατομείο και άφησαν πίσω τους μια γριά που ήταν άρρωστη και δε μπορούσε να περπατήσει. Οι πειρατές την έπιασαν και της είπαν ότι θα την σκοτώσουν, αν δεν τους δείξει πού είχαν κρυφτεί οι συγχωριανοί της. Αυτή τους οδήγησε στο λατομείο στον Κρούκελο και τους μαρτύρησε. Την έριξαν στο γκρεμό και έπιασαν τους συγχωριανούς της, από τους οποίους σκότωσαν τους περισσότερους. Από τότε αυτός ο τόπος ονομάστηκε το Γκρέμισμα της Γριάς.

Στα παλιά χρόνια, πολλοί ήταν αυτοί που έψαξαν για κάποιο κρυμμένο θησαυρό στην Αμοργό και διαδίδουν ότι ένας βράχος έχει σκαλισμένο πάνω του το χάρτη, αλλά είναι πολύ δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί. Ωστόσο στη σημερινή εποχή, θησαυρός θεωρείται κάθε σπάνιος άνθρωπος πραγματικά δυσεύρετος και μοναδικός, και τέτοιος γίνεται όποιος περάσει έστω για λίγο από το νησί των θαυμάτων! Ω ναι, το σημείο συνάντησης τόσων μοναδικών ταξιδευτών, ..ίσως κάποια μέρα τους συναντήσετε κι εσείς.

της ΛΕΝΑΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

logo

Χωρίς Σχόλια

Αναρτήστε ένα σχόλιο